- πλακοειδής
- -ές, Ν1. αυτός που έχει σχήμα πλάκας2. φρ. «πλακοειδές κολλέγχυμα»βοτ. τύπος κολλεγχύματος στο οποίο η πάχυνση τών κυτταρικών τοιχωμάτων του τελείται στις εφαπτόμενες επιφάνειές τουςβ) «πλακοειδές λέπι»ζωολ. τύπος αδρού λεπιού τών σελάχιων Ιχθύων, που έχει τη δομή δοντιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.